πληρώσεις

πληρώσεις
πλήρωσις
filling up
fem nom/voc pl (attic epic)
πλήρωσις
filling up
fem nom/acc pl (attic)
πληρόω
make full
aor subj act 2nd sg (epic)
πληρόω
make full
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έξτρα — επίρρ. 1. εξαιρετικής ποιότητας («κρασί έξτρα») 2. πέρα από το κανονικό, επί πλέον («θα πληρώσεις έξτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «εξαιρετικός, εξαιρετικής ποιότητας» προέρχεται από το γαλλ. extra, συντομευμένο τού extra ordinaire «εξαιρετικός» …   Dictionary of Greek

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • μελάμπυγος — μελάμπυγος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως σημείο σωματικής δύναμης και ανδρείας 2. το αρσ. ως ουσ. ό μελάμπυγος προσωνυμία τού Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῡθεν μελάμπυγός τε τοῑς ἐχθροῑς… …   Dictionary of Greek

  • πλήρωση — η / πλήρωσις, ώσεως και ιων. τ. ιος, ΝΑ [πληρώ] το να πληρούται, να γεμίζει κάτι τελείως, το τέλειο γέμισμα νεοελλ. 1. εκπλήρωση, εκτέλεση (α. «η πλήρωση τών όρων τού συμβολαίου» β. «πλήρωση τών απαιτήσεων») 2. φρ. «γλωσσική πλήρωση» (γλωσα)… …   Dictionary of Greek

  • πληρώνω — ΝΜ, πλερώνω Ν 1. καταβάλλω χρήματα σε αντάλλαγμα αγορασθέντος πράγματος ή παρασχεθείσας υπηρεσίας 2. εξοφλώ χρέος, αποδίδω τα οφειλόμενα νεοελλ. 1. μτφ. α) αποδίδω, ανταποδίδω, αμείβω β) ανταποδίδω τα ίσα, ανταποδίδω καλό αντί καλού και κακό αντί …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • έξαφνα — και άξαφνα επίρρ. τροπ. 1. ξαφνικά, αιφνιδιαστικά, απροσδόκητα, ξάφνου. 2. ας υποτεθεί ότι: Έξαφνα, δεν έχεις να πληρώσεις· τι θα κάνεις; 3. παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη: Πολλοί δεν ξέρουν να βάλουν υπογραφή· ο παππούς, έξαφνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλιώς — και αλλιώτικα επίρρ. τροπ. 1. διαφορετικά: Δυστυχώς δεν μπορούσα να κάμω αλλιώτικα. 2. ειδάλλως, ειδεμή: Να μου πληρώσεις το χρέος σου, αλλιώς θα πάω στο δικαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • είμαι — είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι, μτχ. όντας, πρτ. ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν (οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρ. υπάρχω, γίνομαι)· όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη φωνηεντόληκτη, συχνά οι τύποι του ενεστ. και του πρτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ειδάλλως — και ειδαλλιώς επίρρ. τροπ., διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση: Αν τα πληρώσεις, καλά· ειδάλλως θα σου κάνω μήνυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”